βαφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαφή | οι | βαφές |
γενική | της | βαφής | των | βαφών |
αιτιατική | τη | βαφή | τις | βαφές |
κλητική | βαφή | βαφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαφή < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαφή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαφή
|