Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρελίσιος η βαρελίσια το βαρελίσιο
      γενική του βαρελίσιου της βαρελίσιας του βαρελίσιου
    αιτιατική τον βαρελίσιο τη βαρελίσια το βαρελίσιο
     κλητική βαρελίσιε βαρελίσια βαρελίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρελίσιοι οι βαρελίσιες τα βαρελίσια
      γενική των βαρελίσιων των βαρελίσιων των βαρελίσιων
    αιτιατική τους βαρελίσιους τις βαρελίσιες τα βαρελίσια
     κλητική βαρελίσιοι βαρελίσιες βαρελίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρελίσιος < βαρέλι + -ίσιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.ɾeˈli.sços/

  Επίθετο επεξεργασία

βαρελίσιος -ια -ιο

  1. για ποτό που μένει αποθηκευμένο σε βαρέλι, δηλαδή δεν έχει εμφιαλωθεί
    βαρελίσιο κρασί, βαρελίσια μπίρα
  2. για τρόφιμα (όπως το τυρί) που παραμένουν αποθηκευμένα σε βαρέλι

  Μεταφράσεις επεξεργασία