Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλτώνω < βάλτος + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

βαλτώνω

  1. μετατρέπομαι σε βάλτο
  2. περιέρχομαι σε κατάσταση στασιμότητας
    βάλτωσαν οι αλλαγές στο φορολογικό λόγω πολιτικής ατολμίας

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία