βακαλάος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βακαλάος | οι | βακαλάοι |
γενική | του | βακαλάου | των | βακαλάων |
αιτιατική | τον | βακαλάο | τους | βακαλάους |
κλητική | βακαλάε | βακαλάοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βακαλάος < (άμεσο δάνειο) ισπανική bacalao
Ουσιαστικό επεξεργασία
βακαλάος αρσενικό
- (ψάρι) ο μπακαλιάρος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βακαλάος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
βακαλάος
→ δείτε τη λέξη μπακαλιάρος |