Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθμός Κελσίου: {→ δείτε τη λέξη βαθμός & τον σουηδό Άντερς Celsius

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

βαθμός Κελσίου αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία