Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαβούρα οι βαβούρες
      γενική της βαβούρας
    αιτιατική τη βαβούρα τις βαβούρες
     κλητική βαβούρα βαβούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαβούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαβούρα (ηχομιμητική λέξη), ίσως από την ελληνιστική κοινή βαβάζω (“φωνάζω”) με προφορά /bab/ + -ούρα.[1] Ονοματοποίηση του θορύβου, όπως και στη λέξη βάρβαρος. Για άλλες ετυμολογικές προτάσεις, δείτε τη μεσαιωνική βαβούρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαβούρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαβούρα < (ηχομιμητική λέξη), ίσως το θέμα από την ελληνιστική κοινή βαβ(άζω) (φωνάζω) ή βαβ(ίζω) με προφορά /bab/ + -ούρα[1][2] ή κατ' άλλη άποψη προέλευσης από τη μεσαιωνική λατινική baburra[3][4]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαβούρα θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. βαβούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. baburra κατά τον Du Cange, Glossarium ad scriptores mediae et infimae Latinitatis 1678, Τόμοι:3.
  4. βαβούρα Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 

  Πηγές επεξεργασία