Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βίδα οι βίδες
      γενική της βίδας των (βιδών)
    αιτιατική τη βίδα τις βίδες
     κλητική βίδα βίδες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βίδα < βενετική vida[1][2] (ιταλική vite) < λατινική vitis (κλήμα, αμπελόκλημα) λόγω της ομοιότητας του ελικοειδούς σχήματος[3]
 
Μεταλλικές βίδες διαφόρων τύπων και μεγεθών.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βίδα θηλυκό

  1. (τεχνολογία, μηχανολογία) μηχανικό εξάρτημα με σπείρωμα, που χρησιμεύει στη σύνδεση τμημάτων ενός μηχανισμού ή στερέωση αντικειμένων σε σταθερή επιφάνεια
    ※  Σηκώνει τὸ σῶμα γιὰ νὰ τὸ κρεμάση μὲ βίδες στὸ Σταυρὸ καὶ γιὰ νὰ γίνει πιὸ ἀληθινὴ ἡ Σταύρωση. (Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμᾶμαι τὴ Σμύρνη, Ἀθήνα 1972)
     συνώνυμα: κοχλίας (επίσημη ονομασία), βλήτρο
    υπώνυμα: χειρόβιδα
  2. (μεταφορικά) ιδιοτροπία, παραξενιά ή ψυχολογική διαταραχή
    ※  Ο νους τ' ανθρώπου δε θέλει και πολύ για να στρίψει. Βίδα είναι αυτή και χαλάει. (Α. Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Αθήνα 2005)
     συνώνυμα: ανισορροπία, λόξα
  3. για το ζυμαρικό → δείτε τον πληθυντικό βίδες

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Δε σχετίζεται το βιδέλο, η οβίδα, η λαβίδα

Σύνθετα επεξεργασία

με το βίδα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. βίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. βίδαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.