βίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βίδα | οι | βίδες |
γενική | της | βίδας | των | (βιδών) |
αιτιατική | τη | βίδα | τις | βίδες |
κλητική | βίδα | βίδες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βίδα < βενετική vida[1][2] (ιταλική vite) < λατινική vitis (κλήμα, αμπελόκλημα) λόγω της ομοιότητας του ελικοειδούς σχήματος[3]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
βίδα θηλυκό
- (τεχνολογία, μηχανολογία) μηχανικό εξάρτημα με σπείρωμα, που χρησιμεύει στη σύνδεση τμημάτων ενός μηχανισμού ή στερέωση αντικειμένων σε σταθερή επιφάνεια
- (μεταφορικά) ιδιοτροπία, παραξενιά ή ψυχολογική διαταραχή
- ※ Ο νους τ' ανθρώπου δε θέλει και πολύ για να στρίψει. Βίδα είναι αυτή και χαλάει. (Α. Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Αθήνα 2005)
- ≈ συνώνυμα: ανισορροπία, λόξα
- για το ζυμαρικό → δείτε τον πληθυντικό βίδες
Εκφράσεις επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Δε σχετίζεται το βιδέλο, η οβίδα, η λαβίδα
Σύνθετα επεξεργασία
|
με το βίδα |
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηχανικό εξάρτημα με σπείρωμα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ βίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.