Δείτε επίσης: Βέλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βέλος τα βέλη
      γενική του βέλους των βελών
    αιτιατική το βέλος τα βέλη
     κλητική βέλος βέλη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βέλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βέλος (ετυμολογικό πεδίο: βάλλω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βέλος ουδέτερο

  1. (οπλισμός) η σαΐτα του τόξου
     συνώνυμα: σαΐτα
  2. καθετί βελοειδές· (αρχιτεκτονική) κωνική απόληξη σε κορυφή πύργου, εκκλησίας κ.λπ.
  3. σύμβολο που εκφράζει μια κατεύθυνση

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βέλος τὰ βέλη - βέλε
      γενική τοῦ βέλους - βέλεος τῶν βελῶν - βελέων
      δοτική τῷ βέλει - βέλεῐ̈ τοῖς βέλεσ(ν)
    αιτιατική τὸ βέλος τὰ βέλη - βέλεα
     κλητική ! βέλος βέλη - βέλεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βέλει - βέλεε
γεν-δοτ τοῖν  βελοῖν - βελέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βέλος < λείπει η ετυμολογία (ετυμολογικό πεδίο: βάλλω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βέλος ουδέτερο

  1. (οπλισμός) το βέλος

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία