βάσανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάσανος | οι | βάσανοι |
γενική | της | βασάνου | των | βασάνων |
αιτιατική | τη | βάσανο | τις | βασάνους |
κλητική | βάσανε | βάσανοι | ||
Δείτε και το βάσανο. | ||||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βάσανος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάσανος (πέτρα στην οποία έλεγχαν τα μέταλλα)[1] < αρχαία αιγυπτιακή baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈva.sa.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐σα‐νος
Ουσιαστικό επεξεργασία
βάσανος θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) ο εξαντλητικός έλεγχος, για να εξακριβώσουμε ότι κάτι είναι σωστό, ακριβές ή γνήσιο
- ↪ Υποβάλλω την άποψή τους στη βάσανο της κριτικής.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βάσανος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- βάσανος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βάσανος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βάσανος | αἱ | βάσανοι |
γενική | τῆς | βασάνου | τῶν | βασάνων |
δοτική | τῇ | βασάνῳ | ταῖς | βασάνοις |
αιτιατική | τὴν | βάσανον | τὰς | βασάνους |
κλητική ὦ! | βάσανε | βάσανοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βασάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βασάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βάσανος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βάσανος, -ου θηλυκό
- λυδία λίθος
- χρησιμοποίηση της λυδίας λίθου για τον έλεγχο της γνησιότητας του χρυσού
- ανάκριση με βασανιστήρια
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 110.2
- ὡς δὲ οὗτοί οἱ ἀνεγνωσμένοι ἦσαν, αὐτίκα μετὰ ταῦτα ὁ Θεμιστοκλέης ἄνδρας ἀπέπεμπε ἔχοντας πλοῖον, τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν ἐς πᾶσαν βάσανον ἀπικομένοισι τὰ αὐτὸς ἐνετείλατο βασιλέϊ φράσαι·
- Κι όταν ο Θεμιστοκλής τους έφερε στα λόγια του, αμέσως κατόπιν έστειλε ανθρώπους του με πλεούμενο, για τους οποίους ήταν βέβαιος πως θα κρατήσουν το στόμα τους κλειστό σ᾽ όποια βασανιστήρια κι αν υποβληθούν, με την εντολή να μεταφέρουν το μήνυμά του στον βασιλιά·
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὡς δὲ οὗτοί οἱ ἀνεγνωσμένοι ἦσαν, αὐτίκα μετὰ ταῦτα ὁ Θεμιστοκλέης ἄνδρας ἀπέπεμπε ἔχοντας πλοῖον, τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν ἐς πᾶσαν βάσανον ἀπικομένοισι τὰ αὐτὸς ἐνετείλατο βασιλέϊ φράσαι·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Κατὰ Ἐρατοσθένους, 31
- ταῦτα γὰρ οὔτ᾽ ἔλεγχον οὔτε βάσανον εἶχεν, ὥστε μηδ᾽ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν βουλομένων οἷόν τ᾽ εἶναι ἐξελεγχθῆναι.
- Αυτό δεν ήταν δυνατό να εξακριβωθεί ούτε με έρευνα ούτε με ανάκριση· έτσι, ούτε οι εχθροί του, και να ήθελαν ακόμα, δεν μπορούσαν να τον ελέγξουν.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ταῦτα γὰρ οὔτ᾽ ἔλεγχον οὔτε βάσανον εἶχεν, ὥστε μηδ᾽ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν βουλομένων οἷόν τ᾽ εἶναι ἐξελεγχθῆναι.
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 49.11
- ἐκ τούτου δὲ συλληφθεὶς ἀνεκρίνετο, τῶν ἑταίρων ἐφεστώτων ταῖς βασάνοις, Ἀλεξάνδρου δὲ κατακούοντος ἔξωθεν αὐλαίας παρατεταμένης·
- Ύστερα από αυτό τον συνέλαβε και τον ανέκρινε· παρόντες στα βασανιστήρια ήταν οι εταίροι, ενώ ο Αλέξανδρος άκουγε από έξω, πίσω από ένα απλωμένο πανί.
- Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
- ἐκ τούτου δὲ συλληφθεὶς ἀνεκρίνετο, τῶν ἑταίρων ἐφεστώτων ταῖς βασάνοις, Ἀλεξάνδρου δὲ κατακούοντος ἔξωθεν αὐλαίας παρατεταμένης·
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 110.2
- ομολογία ύστερα από βασανιστήρια
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 1, 15.26 1376b
- Αἱ δὲ βάσανοι μαρτυρίαι τινές εἰσιν, ἔχειν δὲ δοκοῦσι τὸ πιστόν, ὅτι ἀνάγκη τις πρόσεστιν.
- Οι ομολογίες που πετυχαίνονται με βασανιστήρια είναι ένα είδος μαρτυρίας και θεωρούνται αξιόπιστες, επειδή χρησιμοποιείται κάποιος εξαναγκασμός.
- Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- Αἱ δὲ βάσανοι μαρτυρίαι τινές εἰσιν, ἔχειν δὲ δοκοῦσι τὸ πιστόν, ὅτι ἀνάγκη τις πρόσεστιν.
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 1, 15.26 1376b
- (για υποψηφίους) δοκιμασία
- (ελληνιστική σημασία) (για κόλαση) βασανιστήρια
- αγωνία για την έκβαση μιας μάχης
- (ελληνιστική σημασία) μαρτύριο μιας αρρώστιας
Συγγενικά επεξεργασία
- ἀβασάνιστος
- βασαναστραγάλη
- βασανεύω
- βασανηδόν (επίρρημα)
- βασανισμός
- βασανιστέος
- βασανιστήριον
- βασανιστήριος
- βασανιστής
- βασανιστικός
- βασανίστρια
- βασανίτης
- βεβασανισμένως (επίρρημα)
- δυσβασανίστως (επίρρημα)
- → και δείτε τη λέξη βασανίζω
Πηγές επεξεργασία
- βάσανος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βάσανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.