Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάπτισμα τα βαπτίσματα
      γενική του βαπτίσματος των βαπτισμάτων
    αιτιατική το βάπτισμα τα βαπτίσματα
     κλητική βάπτισμα βαπτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάπτισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βάπτισμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάπτισμα ουδέτερο και βάφτισμα

  1. (χριστιανισμός) μυστήριο της εκκλησίας με το οποίο ο κατηχούμενος γίνεται χριστιανός
  2. (μεταφορικά) η πρώτη φορά που κάποιος συμμετέχει σε μια δραστηριότητα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία