Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάλσαμο τα βάλσαμα
      γενική του βάλσαμου των βάλσαμων
    αιτιατική το βάλσαμο τα βάλσαμα
     κλητική βάλσαμο βάλσαμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βάλσαμο

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάλσαμο < αρχαία ελληνική βάλσαμον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάλσαμο ουδέτερο

  1. (βότανο) το ανθοφόρο φυτό του γένους Υπερικόν (Hypericum), της οικογένειας Υπερικίδες (Hypericaceae) (είδος: Υπερικόν το διάτρητον / Hypericum perforatum)
     συνώνυμα: βαλσαμόχορτο, σπαθόχορτο
  2. (φαρμακευτική) η φυτική ελαιώδης και ρητινώδης ουσία με φαρμακευτικές ή αρωματικές ιδιότητες για ανάλογες χρήσεις

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία