Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος βάλλω

  Ρήμα επεξεργασία

βάλλομαι

  1. βάλλουν εναντίον μου (συνηθίζεται κυρίως σε συγκεκριμένες, καθιερωμένες από παλιότερα εκφράσεις)
    Βάλλομαι πανταχόθεν
    Βάλλονται παντοιοτρόπως, γιατι δεν έχουν καμία διαπραγματευτική ικανότητα

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία