Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βάλεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βάζω
  2. θα βάλεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βάζω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βάλεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βάλλω
  2. θα βάλεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βάλλω