βάζω χέρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
βάζω χέρι
- παίρνω, αφαιρώ κάτι που δεν μου ανήκει
- κάποιος έβαλε χέρι στο ταμείο γιατί λείπουν τρεις χιλιάδες
- ≈ συνώνυμα: σφετερίζομαι, χουφτώνω
- (κακόσημο) ακουμπάω, χαϊδεύω, πιάνω με σεξουαλική διάθεση, κάποιο μέρος του σώματος άλλου ατόμου
- φωνάζω, κάνω επίπληξη
- θα μιλήσουμε πάλι το απόγευμα γιατί τώρα μόλις ήρθε το αφεντικό και μού 'βαλε χέρι που δεν έχω τελειώσει ακόμα την ταξινόμηση
- ≈ συνώνυμα: τα ψέλνω, τα λέω ένα χεράκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
βάζω χέρι
|