Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὔω < από το επίθ. αὖος (=ξηρός) < αὐαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

αὔω, ανάπτω

Παράγωγα επεξεργασία