Δείτε επίσης: ἀϋπνία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αϋπνία οι αϋπνίες
      γενική της αϋπνίας των αϋπνιών
    αιτιατική την αϋπνία τις αϋπνίες
     κλητική αϋπνία αϋπνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αϋπνία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀϋπνία < ἀ- στερητικό + ὕπν(ος) + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.iˈpni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ϋ‐πνί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αϋπνία θηλυκό

  1. το να μην κοιμάται κανείς κατά τη διάρκεια της νύχτας
     συνώνυμα: αγρύπνια, ξενύχτι
  2. η αδυναμία να κοιμηθείς, ενώ το θέλεις
    υποφέρω από αϋπνίες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία