Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αχνός οι αχνοί
      γενική του αχνού των αχνών
    αιτιατική τον αχνό τους αχνούς
     κλητική αχνέ αχνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχνός (ουσιαστικό) < αρχαία ελληνική ἀτμός
αχνός (επίθετο) < από το ουσιαστικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αχνός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχνός η αχνή το αχνό
      γενική του αχνού της αχνής του αχνού
    αιτιατική τον αχνό την αχνή το αχνό
     κλητική αχνέ αχνή αχνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχνοί οι αχνές τα αχνά
      γενική των αχνών των αχνών των αχνών
    αιτιατική τους αχνούς τις αχνές τα αχνά
     κλητική αχνοί αχνές αχνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αχνός, -ή, -ό

  1. που τον διακρίνεις με δυσκολία, διόλου έντονος, σαν να τον κρύβει ομίχλη ή ατμός, αδιόρατος
  2. (μεταφορικά) άτονος, αδύναμος
  3. (για ήχο) που είναι σιγανός[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)