Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχαμνά < αχαμνός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αχαμνά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αχαμνά

  Επίρρημα επεξεργασία

αχαμνά

  1. χωρίς ένταση
  2. ασθενικά
  3. χαλαρά
     αντώνυμα: γερά, σφιχτά
  4. άσχημα
  5. στραβά

  Μεταφράσεις επεξεργασία