αχά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχά < (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα επεξεργασία
αχά
- επιφώνημα που δηλώνει ειρωνεία, αποδοκιμασία, περιπαικτικό σχολιασμό κ.λπ.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχά
|
αχά
|