Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφροδίσιος η αφροδίσια το αφροδίσιο
      γενική του αφροδίσιου της αφροδίσιας του αφροδίσιου
    αιτιατική τον αφροδίσιο την αφροδίσια το αφροδίσιο
     κλητική αφροδίσιε αφροδίσια αφροδίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφροδίσιοι οι αφροδίσιες τα αφροδίσια
      γενική των αφροδίσιων των αφροδίσιων των αφροδίσιων
    αιτιατική τους αφροδίσιους τις αφροδίσιες τα αφροδίσια
     κλητική αφροδίσιοι αφροδίσιες αφροδίσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφροδίσιος < αρχαία ελληνική ἀφροδίσιος

  Επίθετο επεξεργασία

αφροδίσιος

  • αυτός που σχετίζεται με τη θεά Αφροδίτη
ο αφροδίσιος λόγος, ο αφροδίσιος κήπος, το αφροδίσιο έργο.
τα αφροδίσια: τα της θεάς Αφροδίτης, οι σεξουαλικές ηδονές, το σεξ.
το Αφροδίσιον (αρχαία ιστορία): ο τόπος λατρείας της θεάς Αφροδίτης και τελέσεως μυστηρίων
Αφροδίσιος γαρ όρκος ουκ εμποίνιμος (αρχαιοελληνική παροιμία): ο όρκος που δίνεται για τον έρωτα δεν σηκώνει τιμωρία
  • (κατ’ επέκτ.) αυτός που σχετίζεται με τη σεξουαλική επαφή ή επιθυμία, σεξουαλικός.
η αφροδίσια έλξη, οι αφροδίσιες ορμές.
το αφροδίσιο (νόσημα): λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία