αφορμή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφορμή | οι | αφορμές |
γενική | της | αφορμής | των | αφορμών |
αιτιατική | την | αφορμή | τις | αφορμές |
κλητική | αφορμή | αφορμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφορμή < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἀφορμή < ἀπό + ὁρμή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.foɾˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φορ‐μή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφορμή θηλυκό
- το τελευταίο χρονικά ή αξιολογικά αίτιο
- ↪ ο ιστορικός πρέπει να διακρίνει τις αφορμές από τα βαθύτερα αίτια ενός γεγονότος
- το έναυσμα
- ↪ με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από το θάνατο του Χ, ...
- η πρόφαση, η δικαιολογία, το πρόσχημα
- ↪ ποια αφορμή βρήκε πάλι για να μας ενοχλήσει;
Συγγενικά επεξεργασία
και