Δείτε επίσης: ἀφορίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφορίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφορίζω < ἀφ- + ὁρίζω (αφ- + ορίζω). Δείτε και τον μεσαιωνικό τύπο ἀφορέζω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.foˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φο‐ρί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

αφορίζω, αόρ.: αφόρισα, παθ.φωνή: αφορίζομαι, π.αόρ.: αφορίστηκα, μτχ.π.π.: αφορισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία