Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιερωμένος η αφιερωμένη το αφιερωμένο
      γενική του αφιερωμένου της αφιερωμένης του αφιερωμένου
    αιτιατική τον αφιερωμένο την αφιερωμένη το αφιερωμένο
     κλητική αφιερωμένε αφιερωμένη αφιερωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιερωμένοι οι αφιερωμένες τα αφιερωμένα
      γενική των αφιερωμένων των αφιερωμένων των αφιερωμένων
    αιτιατική τους αφιερωμένους τις αφιερωμένες τα αφιερωμένα
     κλητική αφιερωμένοι αφιερωμένες αφιερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αφιερωμένος

  1. μετοχή παθητικού παρακειμένου αφιερώνω
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (ιστορία) προσωνυμία που δινόταν στα μέλη του έκτου βαθμού της Φιλικής Εταιρείας
    προηγούμενος βαθμός: αρχιποιμένας
    επόμενος βαθμός: Αρχηγός των αφιερωμένων

  Μεταφράσεις επεξεργασία