Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
έργο αφηρημένης τέχνης φτιαγμένο σε υπολογιστή

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφηρημένη τέχνη: → δείτε τις λέξεις αφηρημένος και τέχνη

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αφηρημένη τέχνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία