Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφελής η αφελής το αφελές
      γενική του αφελούς* της αφελούς του αφελούς
    αιτιατική τον αφελή την αφελή το αφελές
     κλητική αφελή(ς) αφελής αφελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφελείς οι αφελείς τα αφελή
      γενική των αφελών των αφελών των αφελών
    αιτιατική τους αφελείς τις αφελείς τα αφελή
     κλητική αφελείς αφελείς αφελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφελής < αρχαία ελληνική ἀφελής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.feˈlis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /a.feˈles/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

αφελής, -ής, -ές

  1. άνθρωπος που δε σκέφτεται τα πράγματα σε βάθος ή που αφήνεται και εξαπατάται από άλλους
  2. απλοϊκός (για κρίση, άποψη κ.λπ.)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία