Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφγανικός η αφγανική το αφγανικό
      γενική του αφγανικού της αφγανικής του αφγανικού
    αιτιατική τον αφγανικό την αφγανική το αφγανικό
     κλητική αφγανικέ αφγανική αφγανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφγανικοί οι αφγανικές τα αφγανικά
      γενική των αφγανικών των αφγανικών των αφγανικών
    αιτιατική τους αφγανικούς τις αφγανικές τα αφγανικά
     κλητική αφγανικοί αφγανικές αφγανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφγανικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική afghan + -ικός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /af.ɣa.niˈkos/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφ‐γα‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αφγανικός, -ή, -ό

  • που προέρχεται από το Αφγανιστάν ή είναι σχετικός με τη χώρα αυτή και τους κατοίκους της

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία