Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοπαθής η αυτοπαθής το αυτοπαθές
      γενική του αυτοπαθούς* της αυτοπαθούς του αυτοπαθούς
    αιτιατική τον αυτοπαθή την αυτοπαθή το αυτοπαθές
     κλητική αυτοπαθή(ς) αυτοπαθής αυτοπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοπαθείς οι αυτοπαθείς τα αυτοπαθή
      γενική των αυτοπαθών των αυτοπαθών των αυτοπαθών
    αιτιατική τους αυτοπαθείς τις αυτοπαθείς τα αυτοπαθή
     κλητική αυτοπαθείς αυτοπαθείς αυτοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοπαθής < (ελληνιστική κοινήαὐτοπαθής (χρησιμοποιήθηκε από τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς για να διαχωρίσει τις αντωνυμίες σε «ἀλλοπαθεῖς» και «αὐτοπαθεῖς», αλλά και τα ρήματα σε «μεταβατικά» και «αυτοπαθῆ»)

  Επίθετο επεξεργασία

αυτοπαθής, -ής, -ές

  1. (γραμματική) για ρήμα του οποίου η ενέργεια επιστρέφει στο υποκείμενο
  2. (γραμματική) για αντωνυμία που εκφράζει την παραπάνω σχέση
  3. (αρχαιοπρεπές) που από μόνος του παθαίνει κάτι ή αποκτά πείρα κάποιου πράγματος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία