Δείτε επίσης: αὐτοκρατόρισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκρατόρισσα οι αυτοκρατόρισσες
      γενική της αυτοκρατόρισσας των αυτοκρατορισσών
    αιτιατική την αυτοκρατόρισσα τις αυτοκρατόρισσες
     κλητική αυτοκρατόρισσα αυτοκρατόρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοκρατόρισσα < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική αὐτοκρατόρισσα < αὐτοκράτορ(ας) + κατάληξη θηλυκού -ισσα < αὐτοκράτωρ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fto.kɾaˈto.ɾi.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐κρα‐τό‐ρισ‐σα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοκρατόρισσα θηλυκό

  1. άλλη μορφή του αυτοκράτειρα, θηλυκό του αυτοκράτορας
  2. που έχει απόλυτη κυριαρχία
    ※  1904 Κωστής Παλαμάς. Η ασάλευτη ζωή, Εκατό φωνές, Πρώτη νύχτα, από τη στροφή 15 @greek-language.gr
    ο αντίλογος μ’ ανάθρεψε, με πότισε το μίσος,
    γύρω μου τιποτένιοι, η έχτρα αυτοκρατόρισσα,
    λίγη φροντίδα μέσα μου και πόλεμος περίσσος.
    ※  1992 τραγούδι «Σ' αναζητώ στη Σαλονίκη», στίχοι: Φίλιππος Γράψας, μουσική: Μάριος Τόκας. Στίχοι 1-2.
    Αφού με έσπειρε μια μοίρα αυτοκρατόρισσα
    μήτρα με γέννησε αρχαία Mακεδόνισσα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αυτοκράτορας

  Πηγές επεξεργασία