αυτοεξυπηρέτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοεξυπηρέτηση | οι | αυτοεξυπηρετήσεις |
γενική | της | αυτοεξυπηρέτησης | των | αυτοεξυπηρετήσεων |
αιτιατική | την | αυτοεξυπηρέτηση | τις | αυτοεξυπηρετήσεις |
κλητική | αυτοεξυπηρέτηση | αυτοεξυπηρετήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοεξυπηρέτηση < αυτο- + εξυπηρέτηση
- 2. μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-service < self, service
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοεξυπηρέτηση θηλυκό
- η ικανότητα ή η ενέργεια της εξυπηρέτησης ενός ατόμου από τον ίδιο του τον εαυτό κι όχι από άλλους
- η εξυπηρέτηση ενός ατόμου στην αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών που γίνεται από το ίδιο το άτομο κι όχι από υπαλλήλους της επιχείρησης
Συγγενικά επεξεργασία
- αυτοεξυπηρετούμαι
- → δείτε τις λέξεις αυτός, εξυπηρετώ, υπηρέτης και ερέτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοεξυπηρέτηση
|