Δείτε επίσης: ἀτύχημα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ατύχημα τα ατυχήματα
      γενική του ατυχήματος των ατυχημάτων
    αιτιατική το ατύχημα τα ατυχήματα
     κλητική ατύχημα ατυχήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατύχημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀτύχημα < ἀτυχέω / ἀτυχῶ, ἀτυχη- + -μα < ἀτυχής < ἀ- στερητικό + τυγχάνω [1] → δείτε και τη λέξη τύχη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈti.çi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τύ‐χη‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατύχημα ουδέτερο

  1. δυσάρεστο γεγονός από ατυχία
    ※  Είναι ατύχημα που η Ανθολογία είναι φτωχή σχετικά έκδοση. Αποτελεί, ωστόσο, πολύτιμο μικρό ψηφιδωτό της μεγάλης ευρωπαϊκής ποίησης (Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 17-01-2002)
  2. δυσάρεστο συμβάν με μεγάλο κόστος, καθώς επιφέρει υλική ζημιά ή τραυματισμό
    εργατικό ατύχημα, πυρηνικό ατύχημα, περιβαλλοντικό ατύχημα
     συνώνυμα: για θάνατο → δείτε τη λέξη δυστύχημα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ατυχής και τύχη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v. ατυχής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία