Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατζέντης οι ατζέντηδες
      γενική του ατζέντη των ατζέντηδων
    αιτιατική τον ατζέντη τους ατζέντηδες
     κλητική ατζέντη ατζέντηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατζέντης < ιταλική agente

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατζέντης αρσενικό

  • (επάγγελμα) πρόσωπο που αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση υποθέσεων (ιδίως καλλιτεχνών) με αμοιβή, πράκτορας

  Μεταφράσεις επεξεργασία