Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αταραξία οι αταραξίες
      γενική της αταραξίας των αταραξιών
    αιτιατική την αταραξία τις αταραξίες
     κλητική αταραξία αταραξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αταραξία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αταραξία θηλυκό

  1. ψυχική γαλήνη
  2. απάθεια, ασυγκινησία
  3. ψυχραιμία
    η αταραξία που έδειξε μόλις έμαθε τα νέα με ξάφνιασε

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία