α τέμπο
(Ανακατεύθυνση από ατέμπο)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
α τέμπο
- (μουσική) σημαίνει: να εκτελεστεί στην (αρχική ή προηγούμενη) ταχύτητα
- η ένδειξη στην παρτιτούρα, με πλάγια γράμματα: a tempo