ασφυξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασφυξία | οι | ασφυξίες |
γενική | της | ασφυξίας | των | ασφυξιών |
αιτιατική | την | ασφυξία | τις | ασφυξίες |
κλητική | ασφυξία | ασφυξίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασφυξία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασφυξία θηλυκό
- δυσφορία από παρατεταμένο σταμάτημα τής αναπνοής
- διακοπή τής αναπνευστικής λειτουργίας
- ↪ πέθανε από ασφυξία στη θάλασσα, γιατί δεν ήξερε να κολυμπάει