ασυγχώρητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.siŋˈxo.ɾi.tos/
Επίθετο επεξεργασία
ασυγχώρητος, - η, -ο
- που δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε
- ασυγχώρητο λάθος
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυγχώρητος