Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αστυφύλακας οι αστυφύλακες
      γενική του
του/της
αστυφύλακα
αστυφύλακος
των αστυφυλάκων
    αιτιατική τον/την αστυφύλακα τους/τις αστυφύλακες
     κλητική αστυφύλακα αστυφύλακες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Και λόγια κλητική ενικού αστυφύλαξ σε ειρωνικό ύφος.
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστυφύλακας < άστυ + -φύλακας (καθαρεύουσα ἀστυφύλαξ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστυφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

  1. (γενικότερα, επάγγελμα) ο/η αστυνομικός
  2. (ειδικότερα, βαθμός αστυνομίας) κατώτερο όργανο της αστυνομίας, κατώτερος από υπαρχιφύλακα

  Μεταφράσεις επεξεργασία