Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστροναύτης οι αστροναύτες
      γενική του αστροναύτη των αστροναυτών
    αιτιατική τον αστροναύτη τους αστροναύτες
     κλητική αστροναύτη αστροναύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
στολή αστροναύτη των ΗΠΑ

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστροναύτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική astronaute < αρχαία ελληνική ἄστρον + ναύτης (< ναῦς)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.stɾoˈna.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στρο‐ναύ‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστροναύτης αρσενικό (θηλυκό αστροναύτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία