Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστική τάξη < βλέπε λέξεις: αστικός και τάξη


  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αστική τάξη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία