αστική τάξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αστική τάξη θηλυκό
- (κοινωνιολογικά) Το σύνολο των αστών, των πλουτοκρατών.
- (οικονομία) η κοινωνική τάξη που στο καπιταλιστικό σύστημα κατέχει τα μέσα παραγωγής.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστική τάξη