Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστιγματικός η αστιγματική το αστιγματικό
      γενική του αστιγματικού της αστιγματικής του αστιγματικού
    αιτιατική τον αστιγματικό την αστιγματική το αστιγματικό
     κλητική αστιγματικέ αστιγματική αστιγματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστιγματικοί οι αστιγματικές τα αστιγματικά
      γενική των αστιγματικών των αστιγματικών των αστιγματικών
    αιτιατική τους αστιγματικούς τις αστιγματικές τα αστιγματικά
     κλητική αστιγματικοί αστιγματικές αστιγματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστιγματικός < αστιγματισμός + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αστιγματικός

  1. που έχει σχέση με τον αστιγματισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (για πρόσωπα) που πάσχει από αστιγματισμό
    ※  η αδερφή μου είναι αστιγματική και χρειάζεται να φοράει γυαλιά, για να βλέπει καλά

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία