Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασπρόμαυρος η ασπρόμαυρη το ασπρόμαυρο
      γενική του ασπρόμαυρου της ασπρόμαυρης του ασπρόμαυρου
    αιτιατική τον ασπρόμαυρο την ασπρόμαυρη το ασπρόμαυρο
     κλητική ασπρόμαυρε ασπρόμαυρη ασπρόμαυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασπρόμαυροι οι ασπρόμαυρες τα ασπρόμαυρα
      γενική των ασπρόμαυρων των ασπρόμαυρων των ασπρόμαυρων
    αιτιατική τους ασπρόμαυρους τις ασπρόμαυρες τα ασπρόμαυρα
     κλητική ασπρόμαυροι ασπρόμαυρες ασπρόμαυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασπρόμαυρος < άσπρο και μαύρο
 
ασπρόμαυρη φωτογραφία

  Επίθετο επεξεργασία

ασπρόμαυρος

  1. ο συνδυασμός λευκού και μαύρου:
    στην 7η τέχνη, το ασπρόμαυρο σινεμά, ο παλιός κινηματογράφος ή σύγχρονες ταινίες που δεν χρησιμοποιούν το χρώμα
    στη φωτογραφική τέχνη
    στο ντύσιμο
  2. μονοκόμματος, χωρίς μεσαίες αποχρώσεις του γκρι
    Η ζωή δεν είναι ασπρόμαυρη

  Μεταφράσεις επεξεργασία