Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπρορουχού οι ασπρορουχούδες
      γενική της ασπρορουχούς των ασπρορουχούδων
    αιτιατική την ασπρορουχού τις ασπρορουχούδες
     κλητική ασπρορουχού ασπρορουχούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασπρορουχού < ασπρόρουχ(α) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.spɾo.ɾuˈxu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σπρο‐ρου‐χού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασπρορουχού θηλυκό (αρσενικό ασπρορουχάς)

  1. (παρωχημένο, επάγγελμα) γυναίκα που έραβε ασπρόρουχα
  2. (λαϊκότροπο) κλέφτρα ασπρόρουχων από αυλές
     συνώνυμα: μπουγαδοκλέφτρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία