Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασαβούρωτος η ασαβούρωτη το ασαβούρωτο
      γενική του ασαβούρωτου της ασαβούρωτης του ασαβούρωτου
    αιτιατική τον ασαβούρωτο την ασαβούρωτη το ασαβούρωτο
     κλητική ασαβούρωτε ασαβούρωτη ασαβούρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασαβούρωτοι οι ασαβούρωτες τα ασαβούρωτα
      γενική των ασαβούρωτων των ασαβούρωτων των ασαβούρωτων
    αιτιατική τους ασαβούρωτους τις ασαβούρωτες τα ασαβούρωτα
     κλητική ασαβούρωτοι ασαβούρωτες ασαβούρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασαβούρωτος < α- + σαβουρώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ασαβούρωτος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία