Δείτε επίσης: ἀρχιμάγειρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιμάγειρας οι αρχιμάγειρες
      γενική του αρχιμάγειρα των αρχιμαγείρων
    αιτιατική τον αρχιμάγειρα τους αρχιμάγειρες
     κλητική αρχιμάγειρα αρχιμάγειρες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχιμάγειρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχιμάγειρος. Συγχρονικά αναλύεται σε αρχι- + μάγειρος. Συγκρίνετε με το αρχιμάγειρας.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ar.çiˈma.ʝi.ros/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐μά‐γει‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχιμάγειρος αρσενικό (θηλυκό αρχιμαγείρισσα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία