Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρχιεργάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αρχιεργάτ
ης
οι
αρχιεργάτ
ες
γενική
του
αρχιεργάτ
η
των
αρχιεργατ
ών
αιτιατική
τον
αρχιεργάτ
η
τους
αρχιεργάτ
ες
κλητική
αρχιεργάτ
η
αρχιεργάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρχιεργάτης
<
αρχι-
+
εργάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχιεργάτης
αρσενικό
(
θηλυκό
αρχιεργάτρια
)
(
επάγγελμα
) εργάτης που έχει τεθεί
επικεφαλής
ομάδας εργατών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχιεργάτης
αγγλικά
:
foreman
(en)