Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αρχειοφύλακας οι αρχειοφύλακες
      γενική του
του/της
αρχειοφύλακα
αρχειοφύλακος
των αρχειοφυλάκων
    αιτιατική τον/την αρχειοφύλακα τους/τις αρχειοφύλακες
     κλητική αρχειοφύλακα αρχειοφύλακες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχειοφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχειοφύλαξ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αρχεί(ο) + -ο- + -φύλακας.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχειοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία