αρχειοφύλακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αρχειοφύλακας | οι | αρχειοφύλακες |
γενική | του του/της |
αρχειοφύλακα αρχειοφύλακος |
των | αρχειοφυλάκων |
αιτιατική | τον/την | αρχειοφύλακα | τους/τις | αρχειοφύλακες |
κλητική | αρχειοφύλακα | αρχειοφύλακες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχειοφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχειοφύλαξ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αρχεί(ο) + -ο- + -φύλακας.
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχειοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αρχειοφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας