Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαιοελληνικός η αρχαιοελληνική το αρχαιοελληνικό
      γενική του αρχαιοελληνικού της αρχαιοελληνικής του αρχαιοελληνικού
    αιτιατική τον αρχαιοελληνικό την αρχαιοελληνική το αρχαιοελληνικό
     κλητική αρχαιοελληνικέ αρχαιοελληνική αρχαιοελληνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαιοελληνικοί οι αρχαιοελληνικές τα αρχαιοελληνικά
      γενική των αρχαιοελληνικών των αρχαιοελληνικών των αρχαιοελληνικών
    αιτιατική τους αρχαιοελληνικούς τις αρχαιοελληνικές τα αρχαιοελληνικά
     κλητική αρχαιοελληνικοί αρχαιοελληνικές αρχαιοελληνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχαιοελληνικός < σύνθετη λέξη: αρχαίος + ελληνικός

  Επίθετο επεξεργασία

αρχαιοελληνικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στην αρχαία Ελλάδα
  2. ο σχετικός με τον ελληνισμό της αρχαιότητας, τον πολιτισμό, τη γλώσσα, την ιστορία
αρχαιαοελληνικός πολιτισμός, αρχαιαοελληνική θρησκεία, αρχαιοελληνικά ιδεώδη

  Μεταφράσεις επεξεργασία