Δείτε επίσης: ἀρμέγω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Γυναίκα που αρμέγει αγελάδα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμέγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρμέγω < ἀλμέγω > αρχαία ελληνική ἀμέλγω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂melǵ-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾˈme.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐μέ‐γω

  Ρήμα επεξεργασία

αρμέγω, αόρ.: άρμεξα, παθ.φωνή: αρμέγομαι, π.αόρ.: αρμέχτηκα

  1. βγάζω το γάλα από τους μαστούς της αγελάδας ή άλλου θηλυκού ζώου τραβώντας τους με τα χέρια ή χρησιμοποιώντας ειδική συσκευή
  2. (μεταφορικά) εκμεταλλεύομαι κάποιον, κυρίως οικονομικά
  3. (μεταφορικά) χουφτώνω κάποια έντονα στο στήθος

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία