Δείτε επίσης: ἀργός, Άργος, Ἄργος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργός η αργή το αργό
      γενική του αργού της αργής του αργού
    αιτιατική τον αργό την αργή το αργό
     κλητική αργέ αργή αργό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργοί οι αργές τα αργά
      γενική των αργών των αργών των αργών
    αιτιατική τους αργούς τις αργές τα αργά
     κλητική αργοί αργές αργά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αργός < αρχαία ελληνική ἀργός < ἀεργός < ἀ- + ἔργον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾˈɣos/ αρσενικό
τονικό παρώνυμο: Άργος
ΔΦΑ : /aɾˈʝi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /aɾˈɣo/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

αργός αρσενικό

  1. που γίνεται με μικρή ταχύτητα
     συνώνυμα: βραδύς
     αντώνυμα: ταχύς
  2. που δεν ενεργεί γρήγορα
     συνώνυμα: νωθρός
     αντώνυμα: δραστήριος, σβέλτος
  3. που δεν δραστηριοποιείται
     συνώνυμα: άεργος
  4. ακατέργαστος
     αντώνυμα: κατεργασμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία