Δείτε επίσης: ἀργυραμοιβός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αργυραμοιβός οι αργυραμοιβοί
      γενική του αργυραμοιβού των αργυραμοιβών
    αιτιατική τον αργυραμοιβό τους αργυραμοιβούς
     κλητική αργυραμοιβέ αργυραμοιβοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αργυραμοιβός < αρχαία ελληνική ἀργυραμοιβός < ἄργυρος + ἀμοιβή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.ʝi.ɾa.miˈvos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐γυ‐ρα‐μοι‐βός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αργυραμοιβός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Οι αργυραμοιβοί δραστηριοποιήθηκαν ουσιαστικά πριν από την ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος που περατώνει πλέον αυτές τις συναλλαγές.

  Μεταφράσεις επεξεργασία