Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραιώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀραι(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἀραιόω + -ώνω < ἀραιός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾeˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ραι‐ώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αραιώνω, αόρ.: αραίωσα, παθ.φωνή: αραιώνομαι, π.αόρ.: αραιώθηκα, μτχ.π.π.: αραιωμένος

  1. μειώνω την πυκνότητα κάποιου διαλύματος, προσθέτοντας μια άλλη ουσία
  2. κάνω κάτι σε μικρότερη χρονική συχνότητα
  3. μεγαλώνω την απόσταση μεταξύ πραγμάτων ή αντικειμένων

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία